στριφνός

στριφνός
στριφνός, ή, όν,
A firm, hard, solid, Hp.VM15 cod. M (στρυφν- cett.);

γυναῖκες -ότεραι Id.Mul.2.111

(codd. boni, v.l. στρυφν-), Nat.Mul. 1 (v.l. στριφρ-, στρυφν-) ; ὁ ἐγκέφαλος συνέστηκε καί ἐστι στριφνός (v.l. στιφρός, στρυφνός) Id.Morb.Sacr.10; δέρμα ς. Plu.2.642e codd.;

ὀστέα στριφνότατα Hp.Carn.3

(v.l. στρυφν-) ; ἀλεκτρυὼν μάλα ς. Men. Epit.168; οὐρὴ σ. τ' ἐκτάδιός τε, v.l. for στρυφνή in Opp.C.1.411: στριφνός is Hellenistic for [dialect] Att. στιφρός acc. to Moer. p.342 P., cf. Gloss. Oxy.1803.1: στριφνός = acerbus (leg. στρυφνός), Gloss.; also = rigidus and strigosus, ibid.;

στριφνοὶ γέροντες Ar.Ach.180

(as cited by Erot. s.v. στριφνούς (στεριφνοί codd.); στιπτοί codd. Ar.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στριφνός — στριφνός, ή, ό βλ. στρυφνός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στριφνός — firm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρίφνος — tough masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρίφνος — ὁ, Α [στριφνός] 1. τραχιά και ινώδης σάρκα με σκληρούς τένοντες 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ νευρῶδες κρέας τῶν βοῶν ἔστι δὲ καὶ βοτάνη ἄβρωτος» …   Dictionary of Greek

  • στριφνός — ή, όν, Α 1. σταθερός, στερεός («ὀστέα στριφνότατα», Ιπποκρ.) 2. στιφρός* 3. δριμύς στη γεύση 4. μτφ. (για πρόσ.) δύστροπος («στριφνοὶ γέροντες», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εκφραστικός σχηματισμός με επίθημα νός (πρβλ. πυκνός) που, κατά… …   Dictionary of Greek

  • στριφνά — στριφνός firm neut nom/voc/acc pl στριφνά̱ , στριφνός firm fem nom/voc/acc dual στριφνά̱ , στριφνός firm fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στριφνόν — στριφνός firm masc acc sg στριφνός firm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στριφνότατα — στριφνός firm adverbial superl στριφνός firm neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στριφνοί — στριφνός firm masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στριφνοῦ — στριφνός firm masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στριφνούς — στριφνός firm masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”